- τοναῖος
- τον-αῖος, α, ον, ([etym.] τόνος)A stretched,
δρόμος Suid.
, Zonar.II τοναία (sc. φωνή), ἡ, strained, loud voice, Alex.169.III Τόναια, τά, v. Τόνεα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρόμος Suid.
, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοναίος — αία, ον, Α 1. σύντονος, εντατικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τοναία (ενν. φωνή) ισχυρή, δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
τόναια — τοναῖος stretched neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοναία — τοναίᾱ , τοναῖος stretched fem nom/voc/acc dual τοναίᾱ , τοναῖος stretched fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοναίας — τοναίᾱς , τοναῖος stretched fem acc pl τοναίᾱς , τοναῖος stretched fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοναίαν — τοναίᾱν , τοναῖος stretched fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)